Oι τελευταίες μέρες του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι και η δημοσίευση της είδησης του θανάτου του

Το τελευταίο ταξίδι της ζωής του ποιητή ξεκίνησε για την Ελλάδα στις 13 Ιουλίου 1823 με το αγγλικό μπρίκι (Βρίκιον) «Ηρακλής», με πλοίαρχο τον Άγγλο υπήκοο Σκοττ, από το λιμάνι της Γένουας. Συνοδοιπόροι του στο ταξίδι αρχικά προς τη Ζάκυνθο, μετά στην Κεφαλλονιά και τέλος στο Μεσολόγγι, ήταν ο Τρελώνυ, ο μετέπειτα γαμπρός του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο ιατρός του Λόρδου, οχτώ υπηρέτες, ο φίλος του Κόμητας Πέτρος Γκάμπα και ο Κωνσταντινοπολίτης εκ Ρωσίας Σκυλίτσης.

Δυο τηλεβόλα από τη γολέτα του Βύρωνα «Βολιβάρ» που άφησε στη Γένουα, πέντε ίπποι, όπλα και  πολεμοφόδια ήταν τα αντικείμενα που έφερε μαζί του. Στο ταμείο του προς χρήση έφερε 10.000 αργυρά ισπανικά τάληρα, άλλες σαράντα χιλιάδες σε επιταγές και πολλά κιβώτια με φάρμακα για τη θεραπεία όπως αναφέρει ο Πέτρος Γκάμπα χιλίων ατόμων για  ένα έτος. Το σημαντικό όμως είναι ότι αυτά τα φάρμακα, όπως και οι ιατροί που ήταν δίπλα του Έλληνες και ξένοι, δεν του έσωσαν τη ζωή όταν χρειάστηκε.
Ξεκίνησαν για το μεγάλο ταξίδι με έναν καιρό θαυμάσιο με καύσωνα όμως βαρύ και μια ελαφριά αύρα. Ο Λόρδος Βύρωνας, τις ώρες της αναχώρησης ρωτά τον Πέτρο Γκάμπα, «που θα είμεθα τάχα μετά εν έτος;», με ύφος κατηφή. Αυτή η  κατήφεια του μου εφάνη κακός οιωνός, όπως αναφέρει ο φίλος του και συνεχίζει, τι παράδοξως σύμπτωσις δε κατά την ίδιαν εκείνην ημερομηνίαν ακριβώς μετά εν έτος κατεβιβάζετο ο νεκρός του εις τον Κευθμώνα των ταφών των προγόνων του.
Το τελευταίο μέρος του ταξιδιού ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1823 προς το ηρωικό Μεσολόγγι. Μετά από περίπου μια περιπλάνηση 6 μηνών στο Ιόνιο Πέλαγος και τα Επτάνησα έφτασε στις 5 Ιανουαρίου με μια όμορφη κόκκινη στολή του 8ου Συντάγματος που του έδωσε ο συνταγματάρχης Duffie στην Κεφαλλονιά. Πήδηξε από τον Ηρακλή σε μια βάρκα, διέσχισε τη λιμνοθάλασσα και με υποδοχή Βασιλέα που περιμένει ο λαός, βγήκε στο Μεσολόγγι. Η σκηνή της υποδοχής συγκινητική, οι ομοβροντίες των κανονιών και οι τουφεκιές δημιουργούσαν μια μουσική πολέμου αλλά και την υποταγή στον επισκέπτη. Στο σπίτι που φιλοξενήθηκε αυτό των Καψαλέων για τις περίπου 100 τελευταίες μέρες της ζωής του, τον υποδέχτηκαν ο Συνταγματάρχης Στάνχοπ και ο Πρίγκηπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Το Μεσολόγγι στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν ένα ψαροχώρι χτισμένο σε χαμηλότερο επίπεδο από την επιφάνεια της θάλασσας. Λιβάδια με καλάμια έζωναν την πόλη. Την εποχή των βροχών οι χωματόδρομοι μεταβάλλονταν σε τέλματα. Στην πόλη αυτή που έμοιαζε με μια νέα Ατλαντίδα, μισοβυθισμένη στη θάλασσα, κατοικούσαν τσομπάνηδες ντυμένοι με γιδοτόμαρα που έμεναν σε καλύβες. Στους απέραντους καλαμιώνες με τις αγριόπαπιες στους πρόποδες μενεξεδένιων βουνών, η μυρωδιά 200 χρόνια μετά είναι η ίδια στη νηνεμία του πρωινού, αυτή του φρέσκου ψαριού και του αλατιού σα χιόνι. Το διαμέρισμα που έμενε ήταν βρώμικο με θέα στον θαμπό ασημένιο καθρέπτη της λιμνοθάλασσας. Οι μέρες πέρασαν γρήγορα ζώντας τις έριδες και τις φιλονικίες στην καθημερινότητα των Ελλήνων. Κοντά του και  40 μισθοφόροι Σουλιώτες που του έδιναν την απαιτούμενη ασφάλεια
Ο Απρίλης στις αρχές του 1824 άλλαζε  το σχήμα με τα χρώματα της άνοιξης στους φυσικούς κυματοθραύστες της  λιμνοθάλασσας. Τα νησάκια Σκρόφες, Τουρλίδα και πιο μέσα, το Βασιλάδι, η Κλείσοβα, ο Ντολμάς και η  έσωθεν τρανή "νησίδα" το Αιτωλικό ήταν οι  πορείες ζωής του ποιητή στη δεύτερή του πατρίδα. Ο λόρδος, έφιππος παρέα με τον κόμητα  Πέτρο Γκάμπα μάθαινε  το  ελληνικό τοπίο που τόσο ύμνησε στα ποιήματά του. Ο καιρός βροχερός, η ελληνική άνοιξη στην αστάθειά της και το κυνήγι της αγριόπαππιας στη λιμνοθάλασσα με το πλεούμενο του Γαζή  αδύνατο πάλι και πάλι. Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάυρον από τις 30 Μαρτίου  πολίτης της πόλεως του Μεσολογγίου και με τις βούλες των προυχόντων. 
 Έγραφε στην ημέρα των τριακοστών έκτων  γενεθλίων του στις 21 ιανουαρίου του 1824 στο τελευταίο του ποίημα  που απήγγειλε ενώπιον Μεσολογγιτών σε φιλικό σπίτι που τον φιλοξενούσαν και κατέληξε στο: "κύτταξε γύρω σου και αφ'ου το μνήμα σου χωρίσεις 
πέσε σ' αυτό ν' αναπαυθείς".
Οι θεράποντες ιατροί του, γύρω από το κρεβάτι του πόνου του πρότειναν αφαίμαξη και με βδέλλες για να πέσει ο πυρετός που τον βασάνιζε τις τελευταίες μέρες. Αρνήθηκε την πρώτη φορά λέγοντας τους "Δεν έχετε άλλο φάρμακο εκτός από την αφαίμαξη; Περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν από το νυστέρι πάρα απ' τη λόγχη". 
Ο  περίπατος στη λιμνοθάλασσα κάτω από την απότομη νεροποντή  και η επιστροφή με λέμβο στην οικία φιλοξενίας του με τον  δυνατό αέρα  να τον κτυπά σε ολόκληρο το σώμα του θέριεψε τον πυρετό που τον "έψησε" για αρκετές μέρες. 
 Κυριακή του Πάσχα Των Ελλήνων ο Λόρδος άρχισε να μιλά με ακατάληπτο τρόπο "Καϋμένη Ελλάς, καϋμένη πόλη, φτωχοί μου υπηρέτες. Γιατί να μην το ξέρω αυτό ενωρίτερα. Η ώρα μου έφτασε. 
Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Μα γιατί να μην έχω πάει σπίτι μου πριν έρθω εδώ";
Κατά τις 6:00 το βράδυ είπε θέλω να κοιμηθώ, βυθίστηκε σε ύπνο από τον οποίο δεν ξύπνησε ποτέ. Σημεία των καιρών όπως πίστευαν οι Μεσολογγίτες συνόδεψαν  αυτόν τον ύπνο. "Η  νύχτα ήταν πολύ άγρια. Αστραπές και βροντές  έσκιζαν αδιάκοπα το σκοτάδι. 
Τα νησιά στις λάμψεις των  αστραπών πέρα στην λιμνοθάλασσα διέγραφαν  τη σκοτεινή τους σιλουέτα, οι στρατιώτες, οι βοσκοί, οι καπεταναίοι στα καταφύγια τους κρυμμένοι δεν ήξεραν για το πένθιμο γεγονός. Πίστευαν όπως και οι πρόγονοί τους ότι σημεία και τέρατα συνοδεύουν τον θάνατο ενός ήρωα". 
Οι γιατροί έπιασαν τον σφιγμό του. Ο Λόρδος ήταν νεκρός. "My God I fear his Lordship is gone", αναφώνησε ο Φλέτσερ που αγρυπνούσε δίπλα του. 
Το μαντάτο πλημμύρισε την πόλη, ο Λόρδος Βύρων πέθανε. Την επόμενη η Προσωρινή Διοίκησης της  Ελλάδος στην επίσημη ανακοίνωσή της με ημερομηνία 7 Απριλίου 1824 αναφέρει μεταξύ άλλων: "Οι παρούσαι χαρμόσυνοι ημέραι έγιναν δια όλους εμάς ημέραι πένθους. Ο Λορδ Νόελ Βύρων πέρασε σήμερον εις την άλλην ζωήν περί τας ένδεκα την εσπέραν μετά μίαν ασθένεια  φλογιστικού ρευματικού πυρετού 10 ημερών. Και πριν ακόμα χωρισθή η  ψυχή από το σώμα, η κοινή κατήφεια  έλεγε όσην θλίψη ησθάνετο η καρδιά όλων και όλοι μικροί μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, νικημένοι από την θλίψιν, ελησμονήσατε το Πάσχα". 
Η προκήρυξη με αριθμό 1185 της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος με την υπογραφή του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου και του γραμματέα Γεωργίου Πραΐδη κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και αποτέλεσε πρώτη είδηση στις  εφημερίδες όλου του τότε γνωστού  κόσμου. Μοναδικό τεκμήριο της περιόδου είναι η εφημερίδα που βρίσκεται και φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Ευγενίας Αντωνίου Σκιαθά με τίτλο "THE ALBION"
British Colonial And Foreign Weekly Gazzette. New York, Saturday, July  10 1824. H εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε μετά από μερικούς μήνες με την είδηση του θανάτου του Λόρδου Βύρωνα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η είδηση για να διαβεί τον Ατλαντικό ωκεανό με τα εμπορικά πλοία της εποχής έκανε μερικές εβδομάδες έως και μήνες για να φτάσει στην απεκεί ακτή του Ατλαντικού. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Νέας Υόρκης τρεις μήνες μετά το θάνατό του. Το σημαντικό σε αυτή την έκδοση είναι ότι  δεν υπήρχε η δυνατότητα της μεταφοράς του κειμένου στα ελληνικά. Δημοσιεύθηκε ατόφια η προκήρυξη της Προσωρινής Διοίκησης ακριβώς όπως δημοσιεύθηκε και στα Ελληνικά Χρονικά στο Μεσολόγγι στην εφημερίδα των πολιορκημένων  από τον Ι. Μάγερ και τον Δ. Μεσθενέα. 
Ο Λόρδος Βύρωνας πέρασε στην αιωνιότητα και η είδηση του θανάτου του απασχόλησε όλη την ανθρωπότητα τότε. 

Αντώνης Δ. Σκιαθάς
Ποιητής, Πρόεδρος Γραφείου Ποιήσεως 
Ιδρυτής Ιστορικού Αρχείου Ευγενίας Αντωνίου Σκιαθά 

 

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ