Πολύεδρο: Παρατείνεται η έκθεση του Νίκου Νικολάου

Παρατείνεται η ατομική έκθεση ζωγραφικής του Νίκου Νικολάου στο Πολύεδρο, έως την Τετάρτη 24 Απριλίου. Ξενάγηση και συζήτηση με τον ζωγράφο θα γίνει αυτό το Σάββατο 20 Απριλίου, 11 το πρωί με 1 το μεσημέρι.

Ο Νίκος Νικολάου γεννήθηκε στην Πάτρα και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήριο του Σπύρου Σώκαρη. Έχει συνεχή  εικαστική παρουσία από το 1985 με ατομικές και συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Έργα του υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές και σε δημόσιους χώρους εντός και εκτός Ελλάδος. 


Ταξίδι σε ακινησία

 

Μια… «συνομιλία» με την έκθεση του Νίκου Νικολάου στο Πολύεδρο της Μαίρης Σιδηρά

Ο Νίκος Νικολάου μεταφέρει την αίσθηση των εγκαταστάσεων της contemporary art στη μικροκλίμακα του πίνακα. Κι αυτό διότι σε όλους τους πίνακές του ένας υπονομευμένος από τον ίδιο ρεαλισμός αποδίδει γειτονιές εμπράγματου χάους, σχεδόν αποδοσμένες με τις εν χώρω ιδιότητές τους. Πρόκειται για μια ιδιόρρυθμη παράθεση χαρτόκουτων, ελληνικών σημαιών, ξυλοκιβώτιων, ξέφτια από πηχυαίους τίτλους, κ.ά., όλα έχοντα, το πάλαι ποτέ, αξία χρηστική, ίσως και συναισθηματική ή και άλλου τύπου ιδεολογική σήμανση, εκτεθειμένα πλέον στη φθορά και σε μια αναγκαστική συνύπαρξη στον πίνακα και στο βλέμμα μας. Αν και οι πρωτοπορίες, προπάντων οι ντανταϊστές, πολλά έδωσαν στην εικαστική καθαγίαση ασύμβατων μεταξύ τους αντικειμένων, αλλογενών, θα λέγαμε, ωστόσο οι καταγωγικές αρχές –που δεν είναι και οι μόνες- δεν αρκούν για την κατάδειξη του ιδιώματος μιας μανιέρας αναγνωρίσιμης κι ωστόσο ρευστής, ακατάταχτης στην προσωπική της συνομιλία με τον εαυτό και τους θεατές της. Η πινελιά του Ν. Νικολάου, πάντως, ομοιάζει άλλοτε δουλεμένη σαν καλοστρωμένη ελαιογραφία και άλλοτε ανήσυχη, σαν να τη σπρώχνει ένας εξπρεσιονιστικός άνεμος.

Όλα χωνεμένα σε ένα προσωπικό αλφάβητο, από τη χρωματική κλίμακα έως τη θεματική εμμονή. Το καινοφανές μες απ’ την επανάληψη στοιχειώνει τον ζωγράφο και παροξύνει βασανιστικά τις αναζητήσεις του. Η χρωματική του κλίμακα ανασύρει τα γεώδη χρώματα σαν γενική εντύπωση, υποβάλλοντας την ψευδαίσθηση του απτού, μια λεία, για παράδειγμα, επιφάνεια χαρτόκουτου, αντικείμενα παλαιωμένα, σεσημασμένα από τον καιρό και την αχρησία τους, που εντός του εμφωλεύονται φωτογραφίες προγόνων, ευανάγνωστες φράσεις ala conseptual art (διαβάζουμε ξεκάθαρα, για παράδειγμα, με άσπρη μπογιά σε έναν πίνακα «Art»), κ.ά. – ωσάν τη ζωή που ταξιδεύει, σημαδεμένη απ’ την απώλεια, όπως κάθε ζωή, ώσπου ν’ αναχθεί, όντας ο χαώδης εαυτός της, στην τάξη της εικόνας. Ανασύρουμε ράκη ρούχων, πίνακες εντός πινάκων, ένας, π.χ., με φεγγάρι μεγάλο, προβεβλημένο ως πίνακας εν πίνακα, σημαίες πολλαπλασιασμένες, ζωγραφισμένες φωτό (όχι κολλάζ) πάντα με σάπια ροζ, κόκκινα που στάζουν ένα δραματικό παρελθόν, την τελευταία του στεγνού αίματος μορφή, μνησιπήμων ζωγραφική, τρεφόμενη απ’ τις χαμένες σάρκες της προσωπικής και συλλογικής ιστορίας. «ΕΥΦΛΕΚΤΟΝ» διαβάζουμε, «ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ» διαβάζουμε, καθώς η τέχνη του Νικολάου συσκευάζει πια τοπία, θολά εξπρεσιονιστικά είδωλα μιας, για παράδειγμα, «πράσινης» μνήμης, με τα φαράγγια και τις πλαγιές που κάποτε διαβήκαμε. Ένα ταξίδι σε ακινησία, στο πλαίσιο μιας ζωής, μιας χώρας, μιας αμετάκλητα διαμαρτυρόμενης ανάμνησης που όλο επανέρχεται.

Επανερχόμαστε ωστόσο κι εμείς στη χρωματική κλίμακα του ζωγράφου για να σημειώσουμε το εξής: Η προαναφερόμενη χρωματική εντύπωση μιας άπλετης ώχρας, σπα στα εξ ων συνετέθη, ύστερα από απειροελάχιστο χρόνο. Εντός ή πέριξ ενός αποθηκευτικού και κάποτε ταξιδιωτικού μέσου ή της υπόνοιας αυτού (κιβώτια και χαρτοκούτια), κοχλάζουν άγρια μπλε, βαθιά βυσσινιά, του λευκού η σκανδαλώδης παρουσία, καθώς με την απολυτότητά του γεωμετρεί, καθιερώνει αναπάντεχες δομές ή συνθέτει «καθαρτήρια» ξέφωτα, κρατώντας μακριά τη σκόνη ενός ισχυρά υπονοούμενου ταξιδιού.

Αν και η συμβολική ανάγνωση θέλγει την πρόσληψή μου, η ζωγραφική του Ν. Νικολάου δεν αποκωδικοποιείται με αναγωγές. Συγχρόνως ακόλουθος και ανακόλουθος της πραγματικότητας, εξαίρει και αποδομεί κάθε ανάγνωση. Ομοιάζει η εν λόγω ζωγραφική με παραδοτέο υλικό που μέσα από ταξίδι μεγάλο, δυσεπίτευκτο έφτασε, με όλη τη σκόνη και τη λαμπρότητα του χρόνου στο σώμα της, στον προορισμό της.

Μπορούμε ακόμη να μιλήσουμε για μια «πεζολογική» κυρίως αξιοποίηση των τιμαλφή που συγκεντρώνει το πολυετές αυτό ταξίδι, μια ήσυχη έμφαση στον κόσμο του περιττού, των πραγμάτων, των οικιακών συνηθειών που αθόρυβα ράβουν το μεγαλύτερο μέρος του βίου με την ψυχή μας. Κι επιπλέον να μιλήσουμε για μια μετωνυμική σχέση των πινάκων με τη ζωή, ωσάν καθείς από αυτούς τους πίνακες με την ταχυδρομική ούγια, κιβώτια με άτακτο υλικό προς παράδοση, ωσάν, λοιπόν ο κάθε πίνακας να γίνεται ο προορισμένος του εαυτού του, έτσι όπως απεικονίζει μια παράδοση – σύνθεση στοιβαγμένων και αναρχικά αποδοσμένων παραδοτέων.

Το δεύτερο μέρος της έκθεσης αποτελούν αισθητά μικρότεροι ασπρόμαυροι τετράγωνοι πίνακες, καμωμένοι με μολύβι, μελάνι και παστέλ, οι οποίοι δημιουργούν ωσάν απάτη την ιδέα του ανάγλυφου, που ωστόσο είναι υπαρκτό, καθώς μια έτερη φιγούρα είναι ενσωματωμένη στον πίνακα σα να κοιτά ή απλώς να έγκειται εμπρός του (π.χ. μία σκυφτή μορφή, ένα δέντρο, κ.ά.). Η απόσταση δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ένταξης που προαναφέραμε, η εγγύτητα λειτουργεί διορθωτικά αποκαθιστώντας το πραγματικό. Πίνακες που φέρουν μνήμες 18 ου & 19 ου αι., ρομαντική εικονογράφηση ευρωπαϊκών παραμυθιών, μια έμφαση στην παραδοξότητα μέσα από τον ρεαλισμό κι επίσης ένα γκόθικ βλέμμα, λοξό, από απόσταση, στο πλαισιωμένο όριο του πίνακα. Ένταση κινηματογραφικού τύπου εκλύεται απ’ τους μικρόσωμους αυτούς πίνακες που ομοιάζουν με παγίδες φόβων ή και επιθυμιών, ημερολόγια ονείρων, με μια ανανεωμένη εν ολίγοις γραφή για το ασυνείδητο.

 

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ